16/12/10

«Τριστάνος και Ιζόλδη» του Ρίχαρντ Βάγκνερ

Η πολύ παλαιά ιστορία του Τριστάνου και της Ιζόλδης είναι μια από τις πιο συναρπαστικές ερωτικές τραγωδίες της λογοτεχνίας. Δεν πρόκειται για μια ρομαντική αγάπη, αλλά για ερωτική μανία, προδοσία και θάνατο.
Η ιστορία της όπερας αυτής διαδραματίζεται στον πρώιμο Μεσαίωνα, στις ιρλανδικές θάλασσες, στην Κορνουάλλη και τη Βρετάνη. Στον πόλεμο μεταξύ της Ιρλανδίας και της Κορνουάλλης, φέουδο της Ιρλανδίας, ο Τριστάνος, ανιψιός, υποτελής και φίλος του βασιλιά Μάρκε της Κορνουάλλης, σκότωσε τον ιππότη Μόρολντ, τον αρραβωνιαστικό της ιρλανδής πριγκίπισσας Ιζόλδης. Το κεφάλι του ηττημένου στάλθηκε στη νύφη ως ειρωνική απόδοση τιμής στην Ιρλανδία.
Η Ιζόλδη πήρε τον ξένο κοντά της, ο οποίος άλλαξε το όνομά του σε Τάντρις, και τον γιάτρεψε. Στο μεταξύ, ανακάλυψε την πραγματική ταυτότητα του ξένου, μιας και ένα θραύσμα που βρέθηκε στην πληγή του Τριστάνου ταίριαζε στη σπασμένη λάμα από το σπαθί του Μόρολντ. Η Ιζόλδη έδωσε όρκο να πάρει εκδίκηση για το χαμό του αρραβωνιαστικού της. Κοιτάζοντας όμως στα μάτια τον Τριστάνο, τον ερωτεύτηκε. Αυτός από την πλευρά του της ορκίστηκε, ως αντάλλαγμα για τη σωτηρία του, αιώνια ευγνωμοσύνη και πίστη.
Ο Τριστάνος, έχοντας αναρρώσει, επιστρέφει στην Κορνουάλλη στο βασιλιά Μάρκε. Στη συνέχεια, φεύγει και πάλι με σκοπό να ζητήσει το χέρι της Ιζόλδης εκ μέρους του βασιλιά Μάρκε. Έτσι, ο Τριστάνος και η μέλλουσα νύφη Ιζόλδη ταξιδεύουν μαζί για την Κορνουάλλη.

Α’ ΠΡΑΞΗ
Το φίλτρο του έρωτα
Η όπερα Τριστάνος και Ιζόλδη, δεν ξεκινάει με μια ουβερτούρα ως εισαγωγικό μέρος πριν από την έναρξη της Α’ Πράξης, αλλά ενσωματώνεται σε αυτή.[1] Η Α’ Πράξη διαδραματίζεται στο καράβι του Τριστάνου. Στη σκηνή εμφανίζεται ένα επιβλητικό κατάστρωμα καραβιού με φόντο το πέλαγος που διασχίζει στην πορεία του προς την Κορνουάλλη. Ο Τριστάνος συνοδεύει την ιρλανδή πριγκίπισσα Ιζόλδη, που υποχρεούται να παντρευτεί τον βασιλιά Μάρκε της Κορνουάλλης, θείο του Τριστάνου. Στο εσωτερικό μιας καμπίνας στο κατάστρωμα του πλοίου, η Ιζόλδη είναι ξαπλωμένη σ’ ένα ανάκλιντρο, με το πρόσωπό της κρυμμένο στα μαξιλάρια. Θεωρεί ντροπή να παραδίδεται στο βασιλιά της Κορνουάλλης ως φόρος υποταγής της Ιρλανδίας και αυτό από τον άπιστο φονιά του αρραβωνιαστικού της, για τον οποίο θρηνεί (Mir erkoren, mir verloren - Σε μένα ταμένος, από μένα χαμένος).[2] Ένας νεαρός ναύτης, σκαρφαλωμένος ψηλά σ’ ένα κατάρτι, τραγουδάει a capella για την ιρλανδή μνηστή του. Η Ιζόλδη θυμώνει: της φαίνεται ότι οι στίχοι κρύβουν ειρωνικά υπονοούμενα για τη δική της κατάσταση και, σ’ ένα ξέσπασμα θυμού, επικαλείται τα στοιχεία της φύσης ζητώντας τους να βυθίσουν το πλοίο «Weckt aus dem Grund seine grollende Gier!» (Ξυπνήστε από τα βάθη τη μοχθηρή της απληστία!). Η παραπάνω πρόταση είναι ένα παράδειγμα για το παλιό γερμανικό μέτρο, που χρησιμοποιεί ο Βάγκνερ επανειλημμένα στα κείμενά του. Μάταια προσπαθεί η πιστή της υπηρέτρια Μπρανγκένε να την ηρεμήσει.
Ακούμε ξανά το τραγούδι του ναύτη. Η Ιζόλδη βλέπει τον Τριστάνο στο κατάστρωμα και, μιλώντας στον εαυτό της, τον αποκαλεί δειλό. Νιώθει προδομένη από αυτόν και αμέσως προστάζει την έμπιστή Μπρανγκένε να του ζητήσει να παρουσιαστεί μπροστά της. Η Μπρανγκένε το μεταφέρει με πολύ θράσος ως εντολή. Ο Τριστάνος, που βρίσκεται στην άλλη μεριά του καταστρώματος, απορρίπτει την πρόσκληση ευγενικά («Σ’ όποιο μέρος κι αν βρεθώ, με πίστη εγώ θα υπηρετώ των γυναικών την ύψιστη τιμή») και υπεκφεύγει λέγοντας ότι δεν μπορεί να εγκαταλείψει το τιμόνι του πλοίου, οφείλει άλλωστε να τους μεταφέρει όλους σώους στην ακτή της Κορνουάλλης. Ο Κούρβεναλ, πιστός ιπποκόμος του Τριστάνου, εξηγεί ότι ένας ήρωας, όπως ο Τριστάνος, δε θα μπορούσε ποτέ να υπακούσει στις διαταγές μιας γυναίκας, την οποία κέρδισε για λογαριασμό του θείου του, του βασιλιά. Τραγουδάει, μάλιστα, με τους ναυτικούς ένα χλευαστικό τραγούδι, καθώς θυμάται τον τρόπο με τον οποίον ο Τριστάνος είχε σκοτώσει τον Μόρολντ, αρραβωνιαστικό της Ιζόλδης, όταν αυτός ήρθε στην Ιρλανδία από την Κορνουάλλη για να πάρει τον φόρο υποτελείας.
Απελπισμένη η Μπρανγκένε επιστρέφει στην καμπίνα της Ιζόλδης, η οποία, μόλις μαθαίνει την περιφρονητική απάντηση του Τριστάνου και το σαρκαστικό σχόλιο του Κούρβεναλ και του υπόλοιπου πληρώματος γίνεται έξαλλη από θυμό. Διηγείται στην ταπεινωμένη Μπρανγκένε την πρώτη της συνάντηση με τον Τριστάνο: πως ο Τριστάνος, βαριά λαβωμένος από τη μονομαχία με τον Μόρολντ, της είχε παρουσιαστεί ως Τάντρις και της είχε ζητήσει βοήθεια, αφού γνώριζε τις μαγικές της δυνάμεις. Καθώς αυτή τον περιέθαλπε, ανακάλυψε ποιος πραγματικά ήταν και αποφάσισε να τον σκοτώσει, για να εκδικηθεί το θάνατο του Μόρολντ. Τη στιγμή όμως που σήκωνε το σπαθί της, οι ματιές τους διασταυρώθηκαν, τον ερωτεύθηκε και χαμήλωσε το οπλισμένο χέρι της. Βοήθησε τον Τριστάνο να γιατρευτεί και τον άφησε να φύγει. Η Ιζόλδη παραπονιέται για το υπεροπτικό ύφος που υιοθέτησε και πάλι ο Τριστάνος. Νιώθει ταπεινωμένη που ο θείος αυτού του δολοφόνου, ένας παλιός υποτελής, τη ζήτησε σε γάμο, εκείνη, την κληρονόμο του στέμματος της Ιρλανδίας. Μην έχοντας καταλάβει ότι ο Τριστάνος την αγαπά κρυφά, Η Ιζόλδη τον καταριέται («Κατάρα να πέσει στο κεφάλι σου! Εκδίκηση! Θάνατος! Θάνατος και για τους δυο!»). Η Μπρανγκένε προσπαθεί να την παρηγορήσει, εγκωμιάζοντας τα οφέλη του γάμου με τον Μάρκε. Της υπενθυμίζει ότι υπάρχει μια κασετίνα που της είχε δώσει η μητέρα της πριν το ταξίδι και η οποία περιέχει μαγικά φίλτρα για όλες τις περιστάσεις. Σε περίπτωση που ο βασιλιάς Μάρκε δεν την αγαπά, υπάρχει ακόμα στην κασετίνα ένα ερωτικό φίλτρο. Αλλά η Ιζόλδη έχει άλλες σκέψεις... Από τα φίλτρα που της δείχνει η υπηρέτρια, διαλέγει το «σωστό φίλτρο» που είχε σημαδέψει πριν το ταξίδι: το φίλτρο του θανάτου. Έτσι, θα πάρει εκδίκηση για την προδοσία και η καρδιά της θα βρει γαλήνη. Ακούγονται οι φωνές του πληρώματος.
Το πλοίο πλησιάζει στην ακτή και ο Κούρβεναλ ορμά στην καμπίνα της Ιζόλδης για να της αναγγείλει ότι φάνηκε η στεριά. Αυτή απειλεί τον Κούρβεναλ να μην αφήσει να την οδηγήσουν μπροστά στον βασιλιά, αν πρώτα δεν δει τον Τριστάνο πριν αποβιβαστούν. Ο ιππότης θα πρέπει να ζητήσει ο Τριστάνος συγγνώμη για ένα χρέος που ακόμα δεν έχει εκπληρωθεί. Μόλις βγαίνει ο Κούρβεναλ, η Ιζόλδη δίνει εντολή στην Μπρανγκένε να ετοιμάσει το φίλτρο του θανάτου και να αδειάσει το φιαλίδιο με το θανατηφόρο δηλητήριο σ’ ένα ποτήρι.
Αυτή τη φορά ο Τριστάνος παρουσιάζεται και της εξηγεί ότι δεν το είχε κάνει πιο νωρίς από σεβασμό στις παραδόσεις: απαγορεύεται σε όποιον συνοδεύει τη νύφη να την πλησιάζει. Η Ιζόλδη του μιλάει για τον όρκο της να εκδικηθεί μια μέρα τον θάνατο του Μόρολντ (Eine Blutschuld schwebt zwischen uns - Χρέος αίματος υπάρχει ανάμεσά μας) και για τη μεγάλη ταπείνωση που δοκίμασε όταν της έστειλε το κεφάλι του μνηστήρα της. Επιπλέον ο Τριστάνος καταπάτησε τους όρκους ευγνωμοσύνης που της είχε δώσει, αφού τώρα την οδηγεί στον Μάρκε για να την παντρευτεί. Και ακόμη περισσότερα... Ο Τριστάνος την οδηγεί προς μεγάλη ντροπή της Ιρλανδίας και της ίδιας προσωπικά στον κύριό του. Εκείνος όμως της προτείνει να του αφαιρέσει τη ζωή, προσφέροντας το ίδιο το σπαθί του, όπως συμβαίνει στο αυθεντικό λιμπρέτο του Βάγκνερ. Είναι στα χέρια της η ζωή του.
Εκείνη όμως αρνείται να σκοτώσει τον εκλεκτό σύντροφο του Μάρκε και του προτείνει να πιουν ένα ποτό στο όνομα της συμφιλίωσης. Γνέφει στην Μπρανγκένε να ετοιμάσει το φίλτρο. Η πιστή υπηρέτρια όμως αναπάντεχα, αντί για το φίλτρο του θανάτου, τους προσφέρει το ερωτικό φίλτρο. Το πλοίο ρίχνει άγκυρα. Φωνές ναυτικών ακούγονται από παντού. Ο Τριστάνος μαλακώνει το σαρκασμό του και δέχεται να πιουν το ποτό. Παίρνει την κούπα και πίνει πρώτος από το ποτό της συμφιλίωσης δίνοντας όρκους αφοσίωσης. Η Ιζόλδη στη συνέχεια αρπάζει την κούπα και πίνει κι αυτή με τη σειρά της («Απάτη κι εδώ; Δικό μου είναι το μισό!»). Είναι η στιγμή που συνειδητοποιούν τον πόθο που νιώθει ο ένας για τον άλλον. Βαθιά αναστατωμένοι, αγκαλιάζονται σφιχτά με παράφορο πάθος που τους κρατά μακριά από το πανδαιμόνιο των τελευταίων στιγμών πριν την απόβαση. Η ερμηνεία αυτή της ιστορίας είναι αποφασιστικής σημασίας γι’ αυτό που θα ακολουθήσει. Τώρα αρχίζει το αδιέξοδο της αγάπης του Τριστάνου και της Ιζόλδης.
Στέκονται ακίνητοι σαν μαγεμένοι, ενώ η ορχήστρα σκίζει τη σιωπή με μια επιβλητική μελωδία. Αφημένοι στη φλογερή αγάπη τους, δεν αντιλαμβάνονται την κραυγή της Μπρανγκένε «Unabwendbar ewige Not für kurzen Tod! Törichter Treue trugvolles Werk!» (Αναπόφευκτη αιώνια δυστυχία αντί για σύντομο θάνατο! Μιας ανόητης αφοσίωσης, έργο σιωπηλό!). Έτσι η Μπρανγκένε αποκαλύπτει στους ερωτευμένους ότι τους έδωσε το ερωτικό φίλτρο και όχι το δηλητήριο. «Oh truggeweihtes Glücke!» (Ω ευτυχία, από την απάτη ευλογημένη!) φωνάζει ο Τριστάνος.
Ο Τριστάνος και η Ιζόλδη ήπιαν λοιπόν το ερωτικό φίλτρο. Σύντομα όμως θα φτάσουν στις ακτές της Κορνουάλλης, όπου ο βασιλιάς Μάρκε περιμένει την όμορφη Ιρλανδή πριγκίπισσα για γυναίκα του.

Β’ ΠΡΑΞΗ
Η αλήθεια ξεσκεπάζεται
Είναι νύχτα στον κήπο του κάστρου του βασιλιά Μάρκε, στην Κορνουάλλη. Γίνονται προετοιμασίες για το νυχτερινό κυνήγι. Ο βασιλιάς Μάρκε ετοιμάζεται μαζί με τον ιππότη Μέλοτ και τη συνοδεία του για κυνήγι. Από το παλάτι, ο ήχος από τις σάλπιγγες ακούγεται όλο και πιο συχνά. Η Ιζόλδη περιμένει τον αγαπημένο της Τριστάνο. Έχουν συμφωνήσει ότι μόλις σβήσει ένας πυρσός, ο Τριστάνος θα μπορεί να συναντήσει την Ιζόλδη χωρίς κίνδυνο. Παρόλο που οι σάλπιγγες ηχούν ακόμα, η Ιζόλδη ανυπομονεί να σβήσει τον πυρσό. Όμως η φρόνιμη Μπρανγκένε τη συμβουλεύει να περιμένει. Δεν εμπιστεύεται τον Μέλοτ, τον φίλο του Τριστάνου που κανόνισε τη συνάντηση, και υποπτεύεται ότι έχει σκοπό να κατασκοπεύσει τους εραστές και να προδώσει τον Τριστάνο: το νυχτερινό κυνήγι θα μπορούσε να είναι παγίδα. Η Ιζόλδη όμως δεν ακούει και αρνείται τις υποψίες της Μπρανγκένε. Η υπηρέτρια όμως αρνείται να υπακούσει και μετανιώνει που δεν υπάκουσε την κυρά της και άλλαξε τα φίλτρα. Ανυπόμονη και νικημένη από το πάθος της, η Ιζόλδη της ζητά να πάει στις επάλξεις για να παρακολουθεί μήπως επιστρέψει ο βασιλιάς Μάρκε και μετά παίρνει το δαυλό και σβήνει τη φλόγα δίνοντας τέλος στο φως της μέρας. Έτσι δίνει στον αγαπημένο της το συμφωνημένο σινιάλο για να έρθει.
Ο Τριστάνος φθάνει γεμάτος παραφορά και οι δυο ερωτευμένοι σαν μεθυσμένοι εκφράζουν τον παθιασμένο έρωτά τους σε μια μακροσκελή σκηνή, στην διάρκεια της οποίας κατηγορούν το φως της ημέρας για όλες τις συμφορές που τους έχουν βρει. Ανακαλούν τα γεγονότα που συνέβηκαν κατά τη διάρκεια της ημέρας, ανάγκαζοντάς τους να αναζητήσουν την προστασία της νύχτας (Oh sink hernieder, Nacht der Liebe - Ω, χαμήλωσε, νύχτα του έρωτα). Ο Τριστάνος οδηγεί την Ιζόλδη σ’ ένα παγκάκι μέσα στα λουλούδια και οι εραστές παραδίνονται στην έντονη επιθυμία που διαποτίζει τη νυχτερινή ατμόσφαιρα. Η μουσική, που εκφράζει άψογα αυτό το ερωτικό φούντωμα, δεν αφήνει καμιά αμφιβολία ως προς τον συμβολισμό της. Το ντουέτο διακόπτεται από την Μπρανγκένε, στις ανησυχίες της οποίας η Ιζόλδη αρνείται και πάλι να δώσει βάση («Ο φρουρός μας μάς φθονεί»). Ο Τριστάνος δηλώνει ότι η ημέρα, την οποία ταυτίζει με τον θάνατο, δεν μπορεί να πλήξει τον έρωτά τους. Σταδιακά, τους κυριεύει η ιδέα του Liebestod, του θανάτου από έρωτα Αποφασίζουν να αρνηθούν αυτόν τον κόσμο που δεν επιτρέπει τον έρωτά τους. Εύχονται μια αιώνια νύχτα, που θα επιτρέπει πάντα την εκπλήρωση του έρωτα στο θάνατο. Ως ένδειξη της απόφασής τους αγκαλιάζονται δυνατά και μένουν ενωμένοι «So stürben wir, um ungetrenntder Liebe nur zu leben » (Έτσι θα πεθάνουμε, ώστε αχώριστοι... για τον έρωτα να ζούμε μονάχα). Αφοσιωμένοι ολοκληρωτικά στον έρωτά τους και χαμένοι στην έκσταση των παθιασμένων τους περιπτύξεων, δεν ακούν τη φωνή της Μπρανγκένε από τις επάλξεις που τους προειδοποιεί ότι ξημερώνει.
Ξαφνικά, με μια καταιγιστική είσοδο της ορχήστρας, η σκηνή λούζεται με έντονο φως: ο βασιλιάς και η παρέα των κυνηγών, με αρχηγό τον Μέλοτ, πλησιάζει στη σκηνή και ο Κούρβεναλ δίνοντας ένα σπαθί στον Τριστάνο φωνάζει: «Τριστάνε, κοίτα πώς να σωθείς!». Ο Μέλοτ κατηγορεί τον Τριστάνο. Μέσα από έναν συγκινητικό διάλογο, ο βασιλιάς είναι βαθύτατα πληγωμένος από την προδοσία του Τριστάνου «Wozu die Dienste ohne Zahl?» (Προς τι οι αναρίθμητες υπηρεσίες;)[3] και θέτει όλες τις ηθικές αρχές προς αμφισβήτηση: «Wohin ist Tugend nun entflohn, da meinen Freund sie flieht?» (Πού πέταξε φεύγοντας από το φίλο μου η αρετή;). Η προδοσία του Τριστάνου φαίνεται να τον πληγώνει περισσότερο από αυτήν της Ιζόλδης. Ο Μάρκε του προσάπτει την έλλειψη πίστης του: τον πλήγωσε στο πιο ευάλωτο σημείο του («...Εκεί όπου με το όπλο έχυσες το δηλητήριο το φρικτό, που πληγώνει τσουρουφλίζοντας αισθήσεις και μυαλό, που την πίστη προς τον φίλο απαγορεύει, γεμίζοντας την άδολή μου καρδιά με υποψία...»), του άνοιξε μια πληγή που δεν θα επουλωθεί ποτέ. Ο Τριστάνος δεν μπορεί να απαντήσει στις ερωτήσεις του Μάρκε. Οι τύψεις του για την προδοσία του είναι τόσο μεγάλες, που ρωτάει την Ιζόλδη: «Wohin nun Tristan scheidet, willst du, Isold, ihm folgen?» (Εκεί λοιπόν που πάει ο Τριστάνος επιθυμείς να πας, Ιζόλδη;). Φυσικά και θα τον ακολουθήσει. Ο Μέλοτ, που κατά τον Τριστάνο είναι κι αυτός ερωτευμένος με την Ιζόλδη και υποκινείται από φθόνο, τραβά το σπαθί του και ρίχνεται στον Τριστάνο, ο οποίος ξεσπαθώνει, αλλά αφήνει το όπλο του να πέσει κάτω χωρίς αντίσταση και ρίχνεται στη λεπίδα. Πληγώνεται βαριά.

Γ’ ΠΡΑΞΗ
Θάνατος των ερωτευμένων
Βρισκόμαστε στο προαύλιο του κάστρου του Τριστάνου στο Καρεόλ, στα παράλια της Βρετάνης. Πίσω από τις επάλξεις, η θάλασσα απλώνεται μέχρι τον ορίζοντα. Ο ετοιμοθάνατος Τριστάνος είναι ξαπλωμένος σ’ ένα ανάκλιντρο κάτω από μια φλαμουριά. Ο πιστός Κούρβεναλ στέκεται θλιμμένος στο προσκέφαλό του και τον φροντίζει. Ένας βοσκός, δίπλα στα τείχη του κάστρου, παίζει με τη φλογέρα του έναν βουκολικό μελαγχολικό σκοπό («Άδεια και έρημη η θάλασσα!»). Η μουσική θα γίνει ξανά εύθυμη μόλις ο βοσκός διακρίνει το πλοίο της Ιζόλδης. Ο Κούρβεναλ χαίρεται που βλέπει τον Τριστάνο να ξυπνά και του εξηγεί πού βρίσκεται και πώς ακριβώς έφτασε στο κάστρο της οικογένειάς του. Ο Τριστάνος ανακτά αργά και επίπονα τις αισθήσεις του. Διηγείται στον ιπποκόμο του ότι βρέθηκε αντιμέτωπος με τον θάνατο («Τον ήλιο δεν τον είδα, ούτε χώρες, ούτε ανθρώπους: αλλά αυτό που είδα δεν μπορώ να σου το πω»). Έχοντας γλιτώσει από τη γλυκιά αγωνία του θανάτου, θυμάται τον έρωτά του για την Ιζόλδη («Μες στη μαρμαρυγή της μέρας υπάρχει ακόμα η Ιζόλδη!») και θέλει έντονα να σβήσει ο πυρσός και να βασιλεύσει το σκοτάδι που θα του φέρει την ευτυχία.
Ο Κούρβεναλ πληροφορεί τον Τριστάνο ότι, επειδή η πληγή του δεν κλείνει, έχει ειδοποιήσει την Ιζόλδη και ότι αυτή δεν θα αργήσει να έρθει για να φροντίσει την πληγή του. Ο Κούρβεναλ πιστεύει ότι μόνο αυτή μπορεί να χαρίσει και πάλι τη ζωή στον Τριστάνο, όπως τον έσωσε κάποτε και από το χτύπημα του Μόρολντ. Ένας βοσκός φυλάει σκοπιά για να δει αν το καράβι έρχεται και να ανακοινώσει τον ερχομό της Ιζόλδης με ένα χαρούμενο σκοπό.[4]
Ο Τριστάνος ευχαριστεί τον σύντροφό του για όλα όσα έχει κάνει και, μέσα στο παραλήρημά του από τον πυρετό, νομίζει ότι βλέπει το καράβι με την Ιζόλδη. Ο θλιμμένος όμως σκοπός του βοσκού διαψεύδει αυτήν την ελπίδα. Οι σκέψεις του Τριστάνου τρέχουν στην παιδική του ηλικία την οποία αναγκάστηκε να περάσει χωρίς τους γονείς του. Ο πατέρας του πέθανε λίγο μετά τη σύλληψή του, ενώ η μητέρα του μετά τη γέννα. Θυμάται ότι είχε ακούσει την ίδια μελωδία όταν ήταν παιδί, την ώρα που πέθαιναν οι γονείς του («Τούτος ο παλιός σκοπός το λέει πάλι: από πόθο να καώ - και ύστερα να χαθώ!»). Μετά θυμάται την πρώτη φορά που αντίκρισε την Ιζόλδη, τον ξαφνικό τους έρωτα που τους προκάλεσε το φίλτρο και καταριέται το πεπρωμένο του που τον οδηγεί στο θάνατο και που τον αναγκάζει να υπομείνει τη μοναξιά και τη νοσταλγία.
Κάτω από τον καυτό ήλιο, ο Τριστάνος νιώθει την απελπισία να τον κυριεύει και χάνει ξανά τις αισθήσεις του. Έντρομος ο Κούρβεναλ προσπαθεί να καταλάβει αν ο αφέντης του είναι ακόμα ζωντανός. Ο Τριστάνος αρχίζει αργά να ανακτά τις αισθήσεις του και μέσα στο παραλήρημά του φαντάζεται την Ιζόλδη να έρχεται κοντά του, γλιστρώντας πάνω στα νερά της θάλασσας, για να φέρει «γλυκιά γαλήνη, την ύστατη ανακούφιση». Ξαφνικά ο σκοπός του βοσκού γίνεται εύθυμος. Γεμάτος χαρά, ο Κούρβεναλ τρέχει στα τείχη και αναγγέλλει στον Τριστάνο ότι το καράβι έφτασε επιτέλους και μπαίνει στο λιμάνι. Ο Τριστάνος προστάζει τον ιπποκόμο του να βοηθήσει την Ιζόλδη να αποβιβαστεί. Ο Κούρβεναλ τρέχει στο λιμάνι για να φέρει την Ιζόλδη.
Όταν μένει μόνος του, ο Τριστάνος παραληρεί, η αναμονή του μετατρέπεται σε εκστατική χαρά, ανακάθεται στο κρεβάτι του και τραβά το ματωμένο επίδεσμο από πάνω του. Η Ιζόλδη καταφθάνει ξέπνοη. Η συνάντησή είναι σύντομη: μόλις εκείνη μπαίνει στο δωμάτιο, ο Τριστάνος πεθαίνει στα χέρια της. Η Ιζόλδη απελπισμένη παραπονιέται που δεν της έδωσε την ευκαιρία να τον δει έστω για μια ώρα... Έκανε ένα τόσο μεγάλο ταξίδι και τώρα που έφτασε, η καρδιά του Τριστάνου έχει σταματήσει. Προσπαθεί μάταια να τον επαναφέρει στη ζωή, μέχρι που σωριάζεται αναίσθητη πάνω στο νεκρό σώμα του.
Ο βοσκός φέρνει τα νέα στην Ιζόλδη και στον Κούρβεναλ ότι φτάνει ένα δεύτερο καράβι με τον Μάρκε, τον Μέλοτ και την Μπρανγκένε. Η έμπιστη της Ιζόλδης έχει αποκαλύψει στον βασιλιά ότι είχε αντικαταστήσει το φίλτρο του θανάτου με το ερωτικό φίλτρο. Ο βασιλιάς έρχεται λοιπόν για να συγχωρέσει το ζευγάρι και να το ενώσει. Ο Κούρβεναλ, αγνοώντας τις προθέσεις τους και νομίζοντας ότι ο βασιλιάς έχει έρθει για να πάρει εκδίκηση, ορμά στον Μάρκε και τη συνοδεία του. Σκοτώνει τον Μέλοτ, αλλά τραυματίζεται κι ο ίδιος θανάσιμα. Η συγχώρεση έρχεται κάπως αργά. Ο Κούρβεναλ πεθαίνει στα πόδια του Τριστάνου. Η Ιζόλδη λιποθυμά.
Όταν συνέρχεται, ο βασιλιάς Μάρκε της επιβεβαιώνει τις προθέσεις του να φέρει την ειρήνη ανάμεσά τους. Η Ιζόλδη όμως προχωρά συγκλονισμένη προς τον Τριστάνο... Τότε αρχίζει να τραγουδά την άρια Liebestod, το αποχαιρετιστήριο τραγούδι που έγινε διάσημο ως το «τραγούδι του ερωτικού θανάτου της Ιζόλδης» (ή την άρια της μεταμόρφωσης, όπως προτιμούσε να την αποκαλεί ο Βάγκνερ): «Mild und leise, wie er lächelt» (Τι απαλά και ήρεμα που χαμογελά).[5]
Στο τέλος, μετά το τραγούδι της, αποκομμένη από όλα όσα συμβαίνουν γύρω της, σκύβει πάνω από το πτώμα του Τριστάνου και αφήνει την τελευταία της πνοή.

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ
Ο Ρίχαρντ Βάγκνερ έγραφε τον Δεκέμβριο του 1854 στον Φραντς Λιστ: «Μιας και εγώ λοιπόν δεν απόλαυσα στη ζωή μου την ουσιαστική ευτυχία στον έρωτα, θέλω να στήσω στο ωραιότερο όλων των ονείρων ένα μνημείο».
Η δημιουργία του Τριστάνου και της Ιζόλδης καθυστέρησε μέχρι το 1856. Κατά τη διάρκεια αυτής της χρονιάς, ο Βάγκνερ διέκοψε για σχεδόν μια δεκαετία την επεξεργασία του έργου Το Δακτυλίδι των Νιμπελούνγκεν, επειδή έπαψε να πιστεύει στην παρουσίαση της τεράστιας τετραλογίας. Ο συνθέτης στράφηκε σε λιγότερο φιλόδοξα έργα. Παράλληλα με τον Τριστάνο και την Ιζόλδη, στους Αρχιτραγουδιστές της Νυρεμβέργης, ένα έργο το οποίο έκανε πρεμιέρα το 1868. Την άνοιξη του 1857 έκανε την αρχή με τον Τριστάνο και την Ιζόλδη. Εκείνη την εποχή ο Βάγκνερ ήταν εξόριστος στη Ζυρίχη, γιατί είχε συμμετάσχει στην εξέγερση του Μάη του 1849 στη Δρέσδη. Εκεί, ο προστάτης του, ο βιομήχανος Ότο Βέζεντονκ, του παραχώρησε μια μικρή βίλα, την οποία ο Βάγκνερ χαρακτήρισε «το άσυλο πάνω στον πράσινο λόφο». Η προσωπική αφορμή για τον Τριστάνο και την Ιζόλδη ήταν το πάθος του Βάγκνερ για τη Ματθίλδη Βέζεντονκ, τη σύζυγο του προστάτη και φίλου του.
Τον Αύγουστο, ο Βάγκνερ συνέλαβε το σενάριο, τον Σεπτέμβριο ο έμμετρος λόγος ήταν έτοιμος, και την 1η Οκτωβρίου ξεκίνησε τα προσχέδια της σύνθεσης. Η επεξεργασία, ειδικά της Β’ Πράξης, πραγματοποιήθηκε μεταξύ της 15ης Οκτωβρίου του 1858 και της 18ης Μαρτίου του 1859 στη Βενετία. Ο Βάγκνερ καταπιάστηκε με την Γ’ Πράξη στις 9 Απριλίου του 1859 στη Λουκέρνη, όπου και ολοκλήρωσε την παρτιτούρα στις 6 Αυγούστου του ίδιου έτους.
Το φιλοσοφικό υπόβαθρο το βρήκε ο Βάγκνερ, το 1854, στο έργο του Άρθουρ Σοπενχάουερ. Ο κόσμος ως βούληση και ως παράσταση (Die Welt als Wille und Vorstellung). Αντικατέστησε όμως την άποψη του Σοπενχάουερ για την άρνηση της ζωής, με τη δυνατότητα να ξεπεραστεί η μοναξιά του ατόμου μέσω του έρωτα. Την ιδέα ότι ο σαρκικός έρωτας εξιλεώνει τον άνθρωπο, ο Βάγκνερ την ανακάλυψε στο έργο του Λούντβιχ Φόιερμπαχ Η ουσία του Χριστιανισμού.

ΕΠΙΤΥΧΙΑ ΥΣΤΕΡΑ ΑΠΟ ΧΡΟΝΙΑ
Ο Βάγκνερ έκανε λάθος όταν πίστευε ότι δημιούργησε ένα προσωπικό έργο, το οποίο «θα το αγκάλιαζαν με πολύ προθυμία» και «θα ξεπούλαγε σαν ζεστό ψωμί». Τα σχέδια για την πρεμιέρα στο Στρασβούργο, την Καρλσρούη, το Παρίσι και τη Βιέννη ναυάγησαν, μέχρι που η γνωριμία με τον Λουδοβίκο Β’ της Βαυαρίας έκανε δυνατή την παράσταση στο Μόναχο, έπειτα από διαταγή του βασιλιά στις 4 Μαΐου του 1864.
Ύστερα από μια πρόβα μπροστά σε καλεσμένους, που πραγματοποιήθηκε στις 11 Μαΐου του 1865, η όπερα ανέβηκε ένα μήνα αργότερα υπό τη διεύθυνση του Χανς φον Μπίλοου και με το ζεύγος Λούντβιχ και Μαλβίνα Σνορ από το Κάρλσφελντ στους πρωταγωνιστικούς ρόλους. Πρώτα ακολούθησε το 1874 η Βαϊμάρη, το 1876 το Βερολίνο, το 1882 το Λονδίνο, το 1883 η Βιέννη και το 1886 η Νέα Υόρκη. Το 1886 ανέβηκε η όπερα του Τριστάνου και της Ιζόλδης για πρώτη φορά στο Μπαϊρόιτ υπό τη διεύθυνση του Φέλιξ Μοτλ.
Στο μεταξύ το έργο Τριστάνος και Ιζόλδη ήταν μια από τις όπρες που ανέβηκαν πολλές φορές, ακόμα και αν οι αντίπαλοι του Βάγκνερ επέκριναν συχνά τη «ναρκωτική» επίδραση της μουσικής του. Πολλές παραστάσεις είχαν διάσημους διευθυντές ορχήστρας και ερμηνευτές: Βίλχελμ Φουρτβένγκλερ με τους Κίρστεν Φλάγκσταντ, Ντίτριχ Φίσερ-Ντίσκαου και τη Φιλαρμονική Ορχήστρα (1952), καθώς
Και Γκέοργκ Σόλτι με τους Μπίργκιτ Νίλσον, Φριτς Ουλ και τη Φιλαρμονική της Βιέννης (1961). Το 1998 η παράσταση του Μονάχου εντυπωσίασε. Το 2000 ο Χέρμπερτ Βέρνικε δημιούργησε μια ενδιαφέρουσα μεταφορά στο Κόβεντ Γκάρντεν με την Γκαμπριέλε Σνάουτ, ενώ το 2003 ξεχώρισε η Ντέμπορα Βόιτ στην παράσταση της Βιέννης υπό τη διεύθυνση του Κρίστιαν Τίλεμαν.

ΡΙΧΑΡΝΤ ΒΑΓΚΝΕΡ – ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ ΤΟ 1864
Ο Βάγκνερ  διέμενε στο Μόναχο, όπου έγινε προστατευόμενος του νεαρού βασιλιά Λουδοβίκου Β’ της Βαυαρίας. Εκεί πραγματοποιήθηκαν και οι πρεμιέρες των έργων που γράφτηκαν τα επόμενα χρόνια: Τριστάνος και Ιζόλδη, 1865, Οι Αρχιτραγουδιστές της Νυρεμβέργης, 1868, Ο Χρυσός του Ρήνου, 1869 και Η Βαλκυρία, 1870. Τα δύο τελευταία μέρη της τριλογίας του Δακτυλιδιού, Ζίγκριντ και Το λυκόφως των θεών, παρουσιάστηκαν στη σκηνή της Όπερας του Μπαϊρόιτ, υπό την επιμέλεια του ίδιου του Βάγκνερ. Τον Δεκέμβριο του 1865, ο Βάγκνερ έπρεπε να αφήσει το Μόναχο, καθώς είχε αποκτήσει εχθρούς εξαιτίας της επιρροής που ασκούσε στο νεαρό βασιλιά. Επέστρεψε στην Ελβετία και μάλιστα στο Τρίμπσεν στη Λουκέρνη. Ήδη το 1862 είχε χωρίσει με τη σύζυγό του, αφού αποκαλύφθηκε το ερωτικό του πάθος για τη Ματθίλδη Βέζεντονκ. Η νέα σύντροφος του Βάγκνερ ήταν η Κόζιμα φον Μπίλοου, η γυναίκα του διευθυντή ορχήστρας Χανς φον Μπίλοου από το Μόναχο και κόρη του Φραντς Λιστ. Τον συνόδευσε στην Ελβετία, πήρε διαζύγιο από τον Χανς φον Μπίλοου και παντρεύτηκε τον Βάγκνερ το 1870, με τον οποίο είχε ήδη τρία παιδιά.
Το 1872 μετακόμισαν στο Μπαϊρόιτ, όπου θα αναλάμβαναν τη διεύθυνση της Όπερας. Στις 13 Φεβρουαρίου του 1883 ο συνθέτης υπέστη στη Βενετία ένα έμφραγμα. Ο τάφος του βρίσκεται στον κήπο της βίλας του «Haus Wahnfried» στο Μπαϊρόιτ. Η κόζιμα συνέχισε με επιτυχία τη διεύθυνση του Φεστιβάλ του Μπαϊρόιτ.

ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΟ ΘΕΜΑ
Η ιστορία του Τριστάνου και της Ιζόλδης προήλθε από τον κέλτικο κύκλο μύθων και εμφανίζεται κατά το 1120 για πρώτη φορά στη σημερινή νότια Γαλλία. Ο Τριστάνος (Tristan), που γράφεται και ως Trystan ή Drustanus, ήταν, τουλάχιστον σε μερικές από τις πολλές παραλλαγές με τις οποίες διαδόθηκε αυτή η ιστορία, ο ανιψιός του βασιλιά Μάρκε της Κορνουάλλης. Στάλθηκε στην Ιρλανδία για να παραλάβει τη μνηστή του βασιλιά, Ιζόλδη (Iseult ή Yseut). Ο μύθος εισέβαλε και στον κύκλο των θρύλων γύρω από τον βασιλιά Αρθούρο και τους ιππότες της στρογγυλής τράπεζας. Μερικοί ερευνητές πιστεύουν ότι η ιστορία μπορεί να προέρχεται από τους αρχαίους κατοίκους της Βρετανικής νήσου, του Πίκτες, των οποίων οι βασιλείς λέγονταν συχνά Drust ή Drustanus.

Ο ΓΚΟΝΤΦΡΙΝΤ ΑΠΟ ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ
Στο γερμανόφωνο χώρο έγινε γνωστό αυτό το υλικό από τον Γκόντφριντ του Στρασβούργου. Αυτός έγραψε την ιστορία του Τριστάνου και της Ιζόλδης ως έμμετρο μυθιστόρημα το 1210. Χρησιμοποίησε ως πηγή του το παλιό γαλλικό κείμενο του 1180 από τον Τομάς Ντ’Αντγκλετέρ. Και οι δύο συνδέουν το όνομα με το γαλλικό triste, δηλαδή θλιμμένος. Ο Βάγκνερ βασίστηκε στο έπος του Γκόντφριντ. Μεταξύ άλλων είχε συναντήσει το 1842 τον Γιούλιους Μόζεν, ο οποίος είχε γράψει το ποίημα «Ο βασιλιάς Μάρκε και η Ιζόλδη». Επίσης και ο Αύγουστος φον Πλάτεν, του οποίου τα έργα διαβάζονταν πολύ την εποχή του Βάγκνερ, συνέθεσε ένα ποίημα για το ίδιο θέμα.
Ο Ρόμπερτ Σούμαν σχεδίαζε το 1846 να συνθέσει μια όπερα με την ιστορία του Τριστάνου, με λιμπρέτο από τον Ρόμπερτ Ράινικ, η οποία μπορεί να μην πραγματοποιήθηκε ποτέ, αλλά το σχέδιο έγινε γνωστό στον Βάγκνερ. Το 1854 ο Βάγκνερ διάβασε το δράμα του Καρλ Ρίτερς για τον Τριστάνο, από το οποίο εμπνεύστηκε το λιμπρέτο για τον Τριστάνο και την Ιζόλδη. Ακόμα μια έμπνευση προήλθε από το έργο του Νοβάλις «Ύμνοι στη νύχτα» (1800), όπου αναφέρεται η νοσταλγία για την ολοκλήρωση του έρωτα στο θάνατο.


[1] Η ορχήστρα γίνεται στα έργα του Βάγκνερ φορέας της πλοκής και εμπεριέχει λεπτομέρειες που χαρακτηρίζουν και διαφοροποιούν κάθε πράξη. Η είσοδός της στην Α’ Πράξη σχηματίζει μια από τις πιο διάσημες συγχορδίες της μουσικής ιστορίας, γνωστή και ως «συγχορδία του Τριστάνου». Η συνήχηση των φθόγγων φα-σι-ρε-σολ δεν μπορεί να ταξινομηθεί ξεκάθαρα ως προς τη φύση και τη λειτουργία μιας συγχορδίας και γι’ αυτό θεωρείται από πολλούς ένα αρχικό σημείο για το δρόμο προς την ατονική μουσική. Σε μια επεξήγηση της εισαγωγής, ο Βάγκνερ έγραψε ότι «έπρεπε να περιοριστεί ενόψει της θεματολογίας του έργου (έρωτας, νοσταλγία, θάνατος) και έτσι άφησε μόνο ‘μια φορά’ αλλά για μεγάλη έκταση, να φουσκώσει ο ανεξέλεγκτος πόθος», μετά να κατεβάσει τους τόνους και να τους «πνίξει». Το αρμονικό υλικό της όπερας βασίζεται στην παραδοσιακή αρμονία σε μείζονες και ελάσσονες κλίμακες, με πολλές όμως χρωματικές κινήσεις.
[2] Ο Βάγκνερ ανέπτυξε στον Τριστάνο και την Ιζόλδη κατά πολύ τα λεγόμενα καθοδηγητικά μοτίβα (Leimotive), αν και όχι στο βαθμό της τελειότητας, όπως στο έργο Το δακτυλίδι των Νιμπελούνγκεν. Τα χαρακτηριστικά αυτά μελωδικά ή αρμονικά μοτίβα σχετίζονται περισσότερο με συναισθηματικές καταστάσεις παρά με συγκεκριμένα άτομα, γι’ αυτό κατά τη διάρκεια της πλοκής αλλάζουν. Έτσι παρουσιάζεται η μελωδία της Ιζόλδης «Mir erkoren, mir verloren» (Σε μένα ταμένος, από μένα χαμένος), ήδη στην Α’ Πράξη, ως αναδυόμενη νοσταλγική μελωδία.
[3] Το μοτίβο του βασιλιά Μάρκε αντικατοπτρίζει τη μοίρα του ως προδομένος, μια τραγική φιγούρα σε μια ηγετική θέση. Στην τρίτη σκηνή της Β’ Πράξης, ενώ κατηγορεί τον Τριστάνο, ακούγεται μια σειρά από έξι τόνους. Το ίδιο μοτίβο θα συνοδεύσει τα λόγια του στο: «Warum mir diese Schmach?» (Γιατί τέτοια ντροπή σε μένα), κατά το «Dies wundervolle Weib» (Τούτη τη θαυμαστή γυναίκα) στην Γ’ Πράξη.
[4] Στις οδηγίες για τη σκηνοθεσία της εισαγωγής της Γ’ Πράξης αναφέρεται: «Κατά τη διάρκεια που ανοίγει η αυλαία και εκτός σκηνής, ακούμε μια μελωδία βοσκού, νοσταλγική και θλιμμένη που παίζεται με αυλό». Σύμφωνα με τις οδηγίες του Βάγκνερ «η μελωδία του βοσκού απαιτεί έναν τόσο ικανό παίκτη, ώστε θα έπρεπε να παιχτεί το κομμάτι από μουσικό της ορχήστρας. Μιας και το αγγλικό φλάουτο χρησιμοποιείται για τη δεύτερη σκηνή ξανά στην ορχήστρα, ο μουσικός θα έχει αρκετό χρόνο για να ξαναπάρει τη θέση του ανάμεσα στους μουσικούς». Τη μελωδία στο τέλος της σκηνής θα μπορούσε να την παίξει ένας άλλος μουσικός με μια φλογέρα ή με κάποιο άλλο ειδικά κατασκευασμένο ξύλινο όργανο.
[5] Ο ρόλος της Ιζόλδης είναι ένας από τους πιο απαιτητικούς για σοπράνο ερμηνεύτριες. Έχει πολλές απαιτήσεις τόσο σε επίπεδο εύρους, όσο και σε επίπεδο ερμηνείας, όσες δεν υπήρξαν σε κανένα άλλο ρόλο. Το τέλος της όπερας, το κύκνειο άσμα της Ιζόλδης, είναι γνωστό ως το «τραγούδι του θανάτου της Ιζόλδης», και ο ίδιος ο Βάγκνερ έκανε λόγο για «τη μεταμόρφωση της Ιζόλδης». Το μοτίβο θανάτου, που εισάγει το στίχο της Ιζόλδης, «Todgeweihtes Haupt» (Κεφαλή ταγμένη στο θάνατο) στη δεύτερη σκηνή της Α’ Πράξης και που συνοδεύει το θάνατο του Τριστάνου, δεν ακούγεται εδώ στη δική της σκηνή θανάτου. Η μουσική υπογραμμίζει τη νίκη της Ιζόλδης και το μεγάλο ενθουσιασμό της για τον επικείμενο θάνατό της: «Höchste Lust!» (Υπέρτατη ηδονή) αναφέρεται στο τέλος του έργου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου