6/2/11

«Ιδομενέας» του Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ

Οι θεοί δεν διαπραγματεύονται. Μια αλήθεια, που ο βασιλιάς της Κρήτης Ιδομενέας θα βιώσει με σκληρό τρόπο. Παρόλα αυτά, η όπερα «Ιδομενέας» θα έχει αίσιο τέλος χάρη στο πνεύμα του Διαφωτισμού που διαπνέει τον Μότσαρτ.
Το έργο διαδραματίζεται στην Κρήτη, μετά το τέλος του Τρωικού Πολέμου.

Α’ Πράξη (Ο μοιραίος όρκος)
Μετά την εισαγωγή,[1] η Α’ Πράξη αρχίζει με μια θυελλώδη μουσική. Βλέπουμε στη θάλασσα να μάχονται ναυαγοί με τα στοιχεία της φύσης. Πρόκειται γι’ αυτούς που γύρισαν στην Κρήτη από τον Τρωικό Πόλεμο, μετά από 10 χρόνια απουσίας, μαζί με τους αιχμαλώτους. Από την ακτή, κοντά στην πρωτεύουσα της Κρήτης Σιδώνα, το συγκεντρωμένο πλήθος παρακολουθεί. Έντρομο ενώνει τις φωνές του μαζί με τους μελλοθάνατους ναυτικούς: «Pieta, Numi, pieta!» (Έλεος! θεοί, έλεος!).
Στη δεύτερη σκηνή, η θάλασσα έχει ηρεμήσει, ενώ ο ήλιος λούζει με τις ακτίνες του τα λευκά βράχια. Ο βασιλιάς Ιδομενέας έχει βγει στη στεριά. Σώθηκε! Αλλά, με την άριά του «Vedrommi intorno» (Βλέπω να έρχεται μια σκιά γεμάτη πόνο) μας ενημερώνει με τι αντάλλαγμα έχει σωθεί: Έχει τάξει στον Ποσειδώνα, το θεό της θάλασσας, να θυσιάσει προς τιμή του τον πρώτο άνθρωπο που θα συναντήσει στην ακτή. Ήδη όμως μετανιώσει γι’ αυτή την υπόσχεση: «Αναθεματισμένοι βωμοί!».
Ο άνθρωπος που θα πρέπει να θυσιάσει πλησιάζει. Πρόκειται για τον ίδιο το γιο του βασιλιά, τον Ιδάμανθη. Ο Ιδάμανθης ανυποψίαστος προσφέρει καλόκαρδα στο ναυαγό τη βοήθειά του, γιατί γνωρίζει τι σημαίνει δυστυχία, καθώς έχασε τον πατέρα του τον Ιδομενέα στη θάλασσα. Ο βασιλιάς αποκαλύπτεται στο γιο του και σπρώχνει τον Ιδάμανθη μακριά του. Ο Ιδάμανθης δεν γνωρίζει την αιτία για τη σκληρότητα του πατέρα του και ούτε θα την μάθει από τον ίδιο. Απελπίζεται: «Ah qual gelido orror» (Η φρίκη παγώνει τις αισθήσεις μου).
Η επόμενη σκηνή διαδραματίζεται στη Σιδώνα. Νεαρά κορίτσια κουβαλούν καλάθια σε σχήμα κώνου και η σκηνή αποπνέει χαρά κι ευτυχία.[2] Εδώ, αντανακλάται ο ειρηνικός πολιτισμός της Κρήτης. Στη σκηνή μεταφέρονται μεγαλοπρεπή, με χρυσό, στολισμένα μπαούλα, καθώς πολύτιμα υφάσματα και ένα χρυσό άγαλμα του Μινώταυρου. Τρεις ιερείς μεταφέρουν την τρίαινα του Ποσειδώνα. Κάνουν μια τελετή θυσιών για να κερδίσουν την εύνοια του Ποσειδώνα: «Nettuno sonori» (Τιμή στον Ποσειδώνα).
Δυο γυναίκες από την Αυλή, η Ιλιάδα και η Ηλέκτρα κοιτάζουν το γιο του βασιλιά, τον Ιδάμανθη. Και οι δυο φαίνεται να τρέφουν συναισθήματα γι’ αυτόν. Στη συνέχεια εμφανίζεται ο βασιλιάς Ιδομενέας κρατώντας την τρίαινα του Ποσειδώνα. Η Α’ Πράξη τελειώνει στα πλαίσια μιας εορταστικής ερμηνείας.

Β’ Πράξη (Ο Ιδομενέας παραδέχεται την ενοχή του)
Στα βασιλικά δώματα: Ο Ιδάμανθης γονατίζει μπροστά στην πριγκίπισσα Ιλιάδα. Αυτή τον κατηγορεί ότι αγαπά την Ηλέκτρα και ότι αθέτησε την υπόσχεση που είχε δώσει σ’ εκείνη. Εκείνος τη διαβεβαιώνει ότι προτιμά να πεθάνει παρά να προδώσει τον έρωτά του για εκείνη. Της προσφέρει την ελευθερία της (η Ιλιάδα από την Τροία ζει ως αιχμάλωτη στην Κρήτη) και ερμηνεύει μια συγκινητική ερωτική άρια: «Non temer, amato bene» (Μη φοβάσαι, αγαπημένη μου ύπαρξη).[3]
Στη σκηνή βγαίνουν ο Ιδομενέας και ο Αρβάκης. Ο βασιλιάς μοιράζεται με το φίλο και πιστό του ένα μυστικό: Του αποκαλύπτει τον όρκο που έδωσε στον Ποσειδώνα και ζητά τη συμβολή του, πώς θα μπορούσαν δηλαδή να σώσουν τον Ιδάμανθη. Ο Αρβάκης ξέρει μόνο μια λύση: Ο Ιδάμανθης πρέπει να μεταφερθεί σε άλλη χώρα και να κρυφτεί από τον Ποσειδώνα. Εκεί ίσως να τον προστατέψει μια άλλη θεότητα. Ο Ιδομενέας χαίρεται με την πρόταση του συμβούλου του. Ο Ιδάμανθης θα πρέπει να φύγει με την Ηλέκτρα για το Άργος και να πάρει το θρόνο πίσω για λογαριασμό της. Ο Αρβάκης αναλαμβάνει τις σχετικές προετοιμασίες για το ταξίδι.
Στη συνέχεια εμφανίζεται η Ιλιάδα, και ο Ιδομενέας τη διαβεβαιώνει για τα πατρικά αισθήματά του απέναντί της. Η κοπέλα αναφέρεται στην ευγνωμοσύνη της για τον Ιδάμανθη που της χάρισε την ελευθερία της. Με το «Se il padre perdei» (Αφού τον πατέρα μου έχασα),[4] η Ιλιάδα περνά στον Ιδομενέα το μήνυμα πως τον θεωρεί πια πατέρα της και την Κρήτη πατρίδα της.
Όταν ο Ιδομενέας μένει πάλι μόνος του, χάνεται από το πρόσωπο του η στοργική έκφραση. Φοβάται ότι ο Ποσειδώνας θα απαιτήσει χωρίς έλεος τη θυσία και προβλέπει τον πόνο και για τους τρεις: του ίδιου, του γιου του και της Ιλιάδας. Και η Ιλιάδα θα γίνει θύμα του μοιραίου όρκου που έδωσε εκείνος: «Fuor del mar» (Γλίτωσα από τη θάλασσα).[5]
Στο λιμάνι της Σιδώνας: Η Ηλέκτρα, κάνοντας ετοιμασίες για το επικείμενο ταξίδι της, εκφράζει την ανέλπιστη ευτυχία της: «Parto, e lunico oggetto» (Φεύγω, κι ο μόνος άνθρωπος που αγαπώ και λατρεύω, ω θεοί, φεύγει μαζί μου!). Φεύγει με την ελπίδα ότι ο Ιδάμανθης θα την αγαπήσει, αν η αντίζηλος Ιλιάδα μείνει πίσω και εκείνος δεν την βλέπει πια. Όταν η Ηλέκτρα ερμηνεύει την άρια «Idol mio, se ritroso» (Όταν πια μακριά από την αντίζηλο θα είμαστε), μια μεγάλη συνοδεία συγκεντρώνεται για να ταξιδέψει μαζί με την πριγκίπισσα του Άργους και τον Ιδάμανθη. Ο Αρβάκης, ο Ιδομενέας και ο Ιδάμανθης εμφανίζονται συνοδευόμενοι από ιερείς. Το πλήθος στο λιμάνι ερμηνεύει εύθυμο ένα χορωδιακό κομμάτι: «Placido è il mar» (Η θάλασσα είναι ήρεμη. Λύστε τα σχοινιά).
Ενώ ο Ιδάμανθης αγνοεί την Ηλέκτρα, αποχαιρετά απελπισμένος τον πατέρα του. Ο βασιλιάς χρησιμοποιεί ένα πρόσχημα για να διώξει το γιο του: Θα πρέπει να μάθει στο Άργος να κυβερνά συνετά. Να μη προβεί σε διφορούμενες ηρωικές πράξεις, αλλά να αποτελεί στήριγμα για τους αδύναμους. Ο πατέρας και ο γιος αποχαιρετούν ο ένας τον άλλον με έκδηλη ανησυχία, ακόμα και η Ηλέκτρα κοιτάζει στεναχωρημένη. Η χαρά της εξανεμίστηκε όταν αντιλήφθηκε την οδύνη και τον πόνο του Ιδάμανθη για το χωρισμό του με την Ιλιάδα. Οι τρεις τραγουδούν, καθένας για τον εαυτό του: «Ας τελειώσει η ταλαιπωρία!».
Ξαφνικά ο ουρανός σκοτεινιάζει, στο λιμάνι ξεσπά κακοκαιρία. Με τη συνοδεία των μανιασμένων ήχων της ορχήστρας, επαναλαμβάνεται η σκηνή με την οποία ξεκίνησε η όπερα. Το πλήθος φωνάζει: «Ποσειδώνα, έλεος!». Στο πίσω μέρος της σκηνής βλέπουμε να περνάει ένα σπασμένο κατάρτι από το οποίο κρατιούνται άνθρωποι. «Μα τι μίσος και τι θυμό μας δείχνει ο Ποσειδώνας!» φωνάζουν οι μάρτυρες αυτής της φρίκης. Απευθύνονται στο βασιλιά με την απορία: «Όταν ο ουρανός θυμώνει, τι φταίμε εμείς; Ο ένοχος ποιος είναι;». Τότε ο Ιδομενέας παραδέχεται ότι αυτός είναι ο ένοχος και προσφέρει στον Ποσειδώνα τη ζωή του. Παράλληλα επαναστατεί με πείσμα. Δεν μπορεί να προσφέρει στον Ποσειδώνα άλλη ζωή εκτός από τη δική του, ακόμα και αν το απαιτήσει ο θεός.
Από το νερό ξεπροβάλλει ένα τέρας. Οι άνθρωποι πανικόβλητοι τρέχουν να σωθούν. Ο Ιδομενέας μένει μόνος με το τέρας μέχρι που τον πλησιάζει ένας ιερέας και τον κοιτάζει επίμονα.

Γ’ Πράξη (Η θυσία εμποδίζεται)
Στον ειδυλλιακό βασιλικό κήπο: Η Ιλιάδα τραγουδά για την αγάπη της προς τον Ιδάμανθη. Το αγαπά πάντα το ίδιο. Αυτός βρίσκεται ακόμα στην Κρήτη, επειδή ο Ποσειδώνας εμπόδισε τον απόπλου. Στη σκηνή εμφανίζεται ο Ιδάμανθης για να ζητήσει συγχώρεση από την Ιλιάδα που πρόδωσε τον έρωτά τους όταν δέχτηκε να φύγει με την Ηλέκτρα. Η μόνη του διέξοδος είναι να βρει το θάνατο πολεμώντας το άγριο τέρας που απειλεί το λαό της Κρήτης. Η Ιλιάδα, συγκλονισμένη, δεν μπορεί να κρύψει τη θλίψη της γι’ αυτήν την αποκάλυψη. Όταν ο Ιδάμανθης βλέπει ότι η Ιλιάδα τον αγαπάει ακόμα, της εξομολογείται ότι και τα δικά του συναισθήματα δεν έχουν αλλάξει. Επισφραγίζουν τον έρωτά τους με ένα ντουέτο: «Spiegarti non possio» (Να στο εξηγήσω δεν μπορώ).[6]
Η Ιλιάδα και ο Ιδάμανθης είναι αγκαλιασμένοι όταν στην σκηνή εμφανίζονται ο Ιδομενέας και η Ηλέκτρα. Η Ηλέκτρα κατηγορεί τον Ιδάμανθη για την απιστία του. Αυτός ζητά απελπισμένος από τον πατέρα του μια τελευταία χάρη: να του εξηγήσει γιατί του φέρεται τόσο ψυχρά και τον αποφεύγει: «Με μισείς; Με απεχθάνεσαι;». Ο Ιδομενέας δεν του απαντά, αντίθετα φωνάζει αποφασισμένος: «Πήγαινε, σε διατάζω, φύγε και κάπου αλλού αναζήτησε άσυλο!».
Στο κουαρτέτο που ακολουθεί, το οποίο εισάγει ο Ιδάμανθης με το «Andro ramingo e solo» (Πηγαίνω, μοναχικά τριγυρνώντας),[7] ο καθένας εκφράζει με δικό του τρόπο τα συναισθήματά του. Ο Ιδάμανθης θα εγκαταλείψει την πατρίδα του, η Ιλιάδα θέλει να τον ακολουθήσει και στο θάνατο, η Ηλέκτρα ζητά εκδίκηση και ο Ιδομενέας ρωτά με πικρή σοβαρότητα: «Ποιος από λύπηση θα με σκοτώσει;». Όλοι μαζί τραγουδούν: «Σπαράζει η καρδιά μου! Αυτό πια δεν αντέχεται».
Ο βασιλιάς παραμένει πίσω μόνος. Η ενοχή τον βαραίνει. Ο Αρβάκης του φέρνει τα νέα ότι έχουν ξεσπάσει ταραχές. Μια απελπισμένη ομάδα ανθρώπων με αρχηγό τον ιερέα του Ποσειδώνα έχει συγκεντρωθεί μπροστά από το ανάκτορο και ζητά να μιλήσει με τον βασιλιά. Ο Ιδομενέας εγκαταλείπει τη σκηνή. «Sventurata Sidon!» (Δύστυχη Σιδώνα!) αναφωνεί ο Αρβάκης. Προβλέπει την καταστροφή και την πτώση του βασιλείου.
Στο παλάτι του ο Ιδομενέας περικυκλώνεται από το λαό του. Ο ιερέας του Ποσειδώνα θρηνεί για την απειλητική καταστροφή της χώρας από το τέρας: «Δες τους δρόμους πλημμυρισμένους από αίμα. Σε κάθε σου βήμα έναν ταλαιπωρημένο θα βρεις που από το σώμα του μια ψυχή βγαίνει... πρησμένη από μαύρο δηλητήριο... Χιλιάδες και μυριάδες είδα να πεθαίνουν σ’ αυτήν την... αχόρταγη και βρωμερή κοιλιά, να θάβονται πριν ξεψυχήσουν». Η τρομακτική αυτή άρια του ιερέα διακόπτεται συχνά από το θρήνο του λαού: «Volgi intorno lo sguardo» (Στρέψε γύρω τη ματιά σου, βασιλιά).[8]
Στη συνέχεια ο ιερέας ξεστομίζει την καθοριστική κουβέντα: μόνον ο Ιδομενέας, ο βασιλιάς, μπορεί να βοηθήσει! Δίνοντας σχεδόν εντολή, ο ιερέας φωνάζει στο βασιλιά: «Στο ναό, βασιλιά, στο ναό!» και: «Ποιος είναι το θύμα και πού είναι; Δώσε στον Ποσειδώνα ό,τι του ανήκει!». Όλοι γνωρίζουν από τη στιγμή της καταιγίδας, που εμπόδισε την αναχώρηση του Ιδάμανθη, ότι ο Ιδομενέας αρνείται στον Ποσειδώνα τη θυσία που επιθυμεί. Τότε ο Ιδομενέας αποκαλύπτει ότι το θύμα είναι ο Ιδάμανθης και τώρα θα δουν οι θεοί ότι ο βασιλιάς σκοτώνει τον ίδιο το γιο του! Συγκλονισμένο το πλήθος φωνάζει: «Oh, volto tremendo» (Τρομερέ όρκε).[9]
Ακόμα και ο ιερέας δε μένει ασυγκίνητος από την τροπή των πραγμάτων. Δε ζητά από τον Ιδομενέα να ακολουθήσει το θέλημα του Ποσειδώνα, αλλά αναφωνεί: «Σπλαχνικέ ουρανέ! Κράτα το χέρι ανοιχτό... του καλού πατέρα!». Το πλήθος συγκεντρώνεται συμπάσχοντας γύρω από το βασιλιά του.
Ενώ ο βασιλιάς μένει μόνος του, η εικόνα στο πίσω μέρος της σκηνής αλλάζει. Τώρα φαίνεται το κεφάλι του Ποσειδώνα σ’ ένα ασημένιο ανάγλυφο. Ο Ιδομενέας και ο ιερέας απευθύνουν μια προσευχή στον Ποσειδώνα. Ένα ιερέας εναποθέτει μπροστά από τον βασιλιά τον πέλεκα για τη θυσία και ένας άλλος τον ευλογεί. Τότε ακούγεται ένα θριαμβευτικό χορωδιακό κομμάτι: Ο Ιδάμανθης σκότωσε το τέρας! Ο πρίγκιπας εμφανίζεται έτοιμος να καρατομηθεί: «Padre, mio caro padre» (Πατέρα, αγαπημένε πατέρα μου). Όσο γλυκά ξεκινά αυτή η άρια, τόσο συνεχίζεται με κυνικό ύφος. Ο Ιδάμανθης δηλώνει ότι καταλαβαίνει ότι ο πατέρας του πρέπει να τον θυσιάσει, για να εξασφαλίσει την ειρήνη των υπηκόων του! Ο Ιδομενέας δεν έχει να πει πολλά για την υπεράσπισή του: «Συγχώρα με! Δεν ήταν δική μου αυτή η φρικτή επιλογή».
Και οι δυο κατηγορούν τη μοίρα, ενώ ο Ιδομενέας πιάνει το σπαθί του. Τότε τρέχει η Ιλιάδα και προσφέρεται να θυσιαστεί η ίδια. Μόλις έχει ξεστομίσει το «Είμαι δική σου, άγιε ιερέα!», ακούγεται από τον ουρανό μια φωνή: «Ο Ιδομενέας... να εγκαταλείψει το θρόνο! Βασιλιάς να γίνει ο Ιδάμανθης! Και η Ιλιάδα, η σύζυγός του!». Όλοι εγκαταλείπουν χαρούμενοι τη σκηνή.
Μετά ακολουθεί μια σκηνή που έρχεται σε αντίθεση με το χαρούμενο πνεύμα. Εμφανίζεται η Ηλέκτρα. Ο πόνος της για την απώλεια του Ιδάμανθη και η άρνηση των θεών να αποκατασταθεί η δικαιοσύνη την οδήγησαν στην τρέλα. Μόλις τώρα αποκαλύπτεται ως πραγματική αδελφή του Ορέστη, του μητροκτόνου σύμφωνα με τον αρχαίο μύθο: «Φέρω στην καρδιά το μαρτύριο του Ορέστη και του Αίαντα».
Με το σπαθί θα πρέπει αυτή η οδύνη να βρει ένα τέλος. Θέλει να συναντήσει τον αδελφό της ξανά στον Άδη, στη χώρα των αιώνιων δακρύων: «Ξεσκίστε την καρδιά μου, οχιές, φίδια!».
Στην τελευταία σκηνή, ο Ιδομενέας βγάζει το βασιλικό του μανδύα και τον ακουμπά στους ώμους του Ιδάμανθη. Μετά τοποθετεί την κορώνα στο κεφάλι του γιου του, Τελικά παντρεύει τον Ιδάμανθη με την Ιλιάδα. Με την άριά του «Torna pace al core» (Η ειρήνη επιστρέφει στην καρδιά μου) και με την χορωδία του φινάλε «Scenda, Amor» (Έρωτα, κατέβα), στη διάρκεια της οποίας το νιόπαντρο ζευγάρι εμφανίζεται για άλλη μια φορά στη σκηνή, κλείνει η όπερα.


[1] Ο Μότσαρτ ανέδειξε την ορχήστρα σε μυστικό πρωταγωνιστή της όπεράς του και ξεδίπλωσε όλη την ηχητική λαμπρότητα, την εκφραστικότητα και την επιδεξιότητα της ορχήστρας της Αυλής του Μάνχαϊμ, σ’ ένα μουσικό δραματικό πανόραμα. Ο Λέοπολντ Μότσαρτ κατηγόρησε το γιο του ότι έχει συνθέσει για την ορχήστρα πολύ δύσκολα περάσματα. Πράγματι, ακόμα και η εισαγωγή απαιτεί επιδεξιότητα. Η παρτιτούρα γενικά χαρακτηρίζεται από μια άκρως διαφοροποιημένη και γεμάτη χρώμα παρουσία της ορχήστρας. «Καμιά ορχήστρα του κόσμου δεν ξεπέρασε ποτέ την ορχήστρα του Μάνχαϊμ», ανέφερε ο ποιητής Σούμπαρτ ενθουσιασμένος. «Τα φόρτε της είναι κεραυνός, το κρεσέντο ένας καταρράκτης, το ντιμινουέντο ένα μακρινό κρυστάλλινο ρυάκι, το πιάνο μια ανοιξιάτικη αύρα». Ο Άγγλος μουσικός Τσαρλς Μπάρνεϊ (1726-1814) αποκαλούσε την ορχήστρα του Μάνχαϊμ «στρατό από στρατηγούς».
[2] Για τη σκηνή, στην οποία τιμούν τον Ποσειδώνα, ο Μότσαρτ δε συνέθεσε κάτι πομπώδες. Η μουσική, ένα εμβατήριο, είναι μάλλον απαλή. Ο Μότσαρτ παρουσιάζει εδώ το καταλάγιασμα των ανέμων, ενώ ο θεός της θάλασσας έχει δείξει τη βία του με την ερμηνεία της χορωδίας.
[3] Στην παράσταση της Βιέννης το 1786, ο ρόλος του Ιδάμανθη ήταν γραμμένος αρχικά για έναν καστράτο και θα τον ερμήνευε ένας τενόρος. Ο Μότσαρτ συνέθεσε γι’ αυτό τη μεγάλη άρια με το σόλο βιολιού.
[4] Ο Μότσαρτ ανέφερε στον πατέρα του σχετικά με την άρια της Ιλιάδας. «Συμφωνήσαμε, θα βάλουμε εδώ μια άρια ανταντίνο, με 4 ορχηστρικά πνευστά όργανα, συγκεκριμένα ένα φλάουτο, ένα όμποε, ένα κόρνο και ένα φαγκότο». Η άρια, με τη φωνή που αγκαλιάζεται τρυφερά από τα πνευστά, θεωρείται «ωδή» μεταξύ των θησαυρών της παρτιτούρας.
[5] Αυτή η άρια του Ιδομενέα συνδυάζει μια άρια cantabile (τραγουδιστική), όπως αντιστοιχεί στο βασικό τενόρο σε όπερα σέρια με την πρώτη του εμφάνιση, και σε μια άρια agitata (ταραγμένη) ως δεύτερο μέρος. Η δομή και το περιεχόμενο δεν αντικατοπτρίζουν μια συναισθηματική ταραχή, αλλά μια ψυχολογική διαδικασία. Στην πρεμιέρα ο βασικός ρόλος είχε προβλεφθεί για τον ήδη 66χρονο, αγαπητό στο κοινό, Άντον Ράαφ, ο οποίος κατείχε ακόμα τη φωνητική επιδεξιότητα, αλλά δεν μπορούσε να τον υποστηρίξει. Ο Μότσαρτ του συνέθεσε λοιπόν πολλά «κομμένα μακαρονάκια», όπως ονόμαζε τις κολορατούρες.
[6] Ο Μότσαρτ, για την παράσταση της Βιέννης, αντικατέστησε το αρχικό ερωτικό ντουέτο «Sio non moro» (Αν δεν πεθάνω) της Ιλιάδας και του Ιδάμανθη με το παραπάνω, στο οποίο χρησιμοποιεί το ίδιο μοτίβο έναρξης, που είναι όμως πιο σύντομο. Όπως και η άρια του Ιδάμανθη, που αντικαταστάθηκε, έτσι και αυτό το κομμάτι ξεφεύγει στιλιστικά με την ώριμη αποστράγγισή του από τη συνήθως τόσο εκφραστική και φλογερή μουσική.
[7] Το κουαρτέτο αυτό είναι το πρώτο μεγάλο ανσάμπλ από σολίστες στο είδος της όπερας σέρια γενικά. Ξεκινά με μια ρέουσα μετάβαση. Ο χωρισμός μεταξύ ρετσιτατίβο και άριας εγκαταλείπεται, ενώ τα στοιχεία προβάλλονται διαχωρισμένα. Στο τέλος ο Ιδάμανθης ακολουθεί και πάλι την αρχική φράση, αλλά η πρότασή του μένει να αιωρείται ημιτελής. Ολοκληρώνει τελικά μ’ έναν επίλογο.
[8] Η πλούσια ενορχήστρωση και οι ικανότητες της ορχήστρας επιτρέπουν στον Μότσαρτ ηχοχρωματικές σκιάσεις, τις οποίες δε χρησιμοποίησε ποτέ ξανά. Όταν ο Ιδομενέας αποκαλύπτει στο λαό ότι πρέπει να θυσιάσει το γιο του, η σκηνή τονίζεται με ανατριχιαστικό τρόπο: με παράφωνα έγχορδα, ήπιες σάλπιγγες, υπόκωφους χτύπους τυμπάνων και ταυτοφωνία ξύλινων πνευστών.
[9] Ο «Ιδομενέας» είναι μια μεγάλη χορωδιακή όπερα. Η άρια αυτή είναι μια συλλογική αντίδραση στην αποκάλυψη του ονόματος «Ιδάμανθη» από τον Ιδομενέα. Στην όπερα σέρια, ο βασιλιάς θα κατέθετε τώρα τα συναισθήματά του με μια άρια, ενώ στην όπερά μας το αναλαμβάνει η χορωδία (ο λαός).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου